- δειπνοκλητόριον
- δειπνοκλητόριον (Μ) [δειπνοκλήτωρ]πρόσκληση σε δείπνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δειπνοκλητόριον — one who invites to dinner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνοκλητόρια — δειπνοκλητόριον one who invites to dinner neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)